- προκόσμιος
- προκόσμιοςexisting before the worldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκόσμιος — ον, Α 1. αυτός που υπήρχε πριν από την κτίση τού κόσμου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προκόσμιον (σχετικά με άλογο) διακοσμητική ταινία, κόσμημα μετώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόσμος + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek
προκόσμιον — frontlet neut nom/voc/acc sg προκόσμιος existing before the world masc/fem acc sg προκόσμιος existing before the world neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοσμίοις — προκόσμιον frontlet neut dat pl προκόσμιος existing before the world masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοσμίων — προκόσμιον frontlet neut gen pl προκόσμιος existing before the world masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)